φακίρισσα


φακίρισσα
Προφορά

Ετυμολογία
φακίρισσα └αραβ┘ faqîr (= φτωχός)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο φακίρισσα

✦ θηλ. φακίρισσα ινδός ασκητής ικανός να εκτελεί διάφορα τεχνάσματα
✦ (γεν.) μάγος, θαυματοποιός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.