φαινόμενο
Προφορά
Ετυμολογία
φαινόμενο αρχαία ελληνική φαινόμενον, μτχ. └ουδ┘ του φαίνομαι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το φαινόμενο
✦ οτιδήποτε γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις ή εκδηλώνεται στη συνείδηση
✦ (φυσ.) κάθε μεταβολή στον υλικό κόσμο που γίνεται αντιληπτή, είτε με τα αισθητήρια, είτε με ειδικά όργανα
✦ (φιλοσ.) το δεδομένο της εμπειρίας όπως παρουσιάζεται στη συνείδηση
✦ (ειδ.) γεγονός του σωματικού ή ψυχικού βίου ανθρώπων ή ζώων
✦ καθετί το ασυνήθιστο, το σπάνιο: φαινόμενο η εργατικότητά του
✦ φρ. τα φαινόμενα απατούν, αυτά που φαίνονται δεν είναι κατ’ ανάγκην και αληθή, η πραγματικότητα μπορεί να είναι τελείως διαφορετική απ’ αυτή που φαίνεται – κατά τα φαινόμενα, όπως φαίνεται
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–