φαιδρός


φαιδρός
Προφορά

Ετυμολογία
φαιδρός αρχαία ελληνική φαιδρός

Ερμηνεία
επίθετο┘ φαιδρός -ή, -ό

✦ που ακτινοβολεί, λαμπερός, φωτεινός
(μτφ. ) χαρούμενος, εύθυμος
✦ ευτράπελος, αστείος
✦ γελοίος: φαιδρό υποκείμενο
✦ φρ. χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας, η Ελλάδα: την… πολιτικολογία, που θάλλει τόσο στη θλιβερή χώρα της Περσεφόνης, όσο και στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας (Μ. Πλωρίτης)

Συνώνυμα
ιλαρός, γελαστός ,κωμικός
Αντίθετα
δύσθυμος, κατσούφης ,σοβαρός
Επιρρήματα
φαιδρά (Κ φαιδρώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.