φαγώσιμος


φαγώσιμος
Προφορά

Ετυμολογία
φαγώσιμος θ. αορ. έφαγον του τρώγω

Ερμηνεία
επίθετο┘ φαγώσιμος -η, -ο

✦ που τρώγεται
(μτφ. ) υποφερτός ή νόστιμος

Συνώνυμα
εδώδιμος, βρώσιμος ,συμπαθητικός
Αντίθετα
ασυμπάθιστος, αχώνευτος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.