φαγωμάρα


φαγωμάρα
Προφορά

Ετυμολογία
φαγωμάρα μεγεθ. του φαγωμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η φαγωμάρα

(μτφ. ) φιλονικία, διένεξη
✦ διχόνοια: αυτή η φαγωμάρα στην οικογένεια δε θα ‘χει καλό αποτέλεσμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.