φαγούρα
Προφορά
Ετυμολογία
φαγούρα θ. φαγ- του ρήματος τρώγω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φαγούρα
✦ τοπικός ερεθισμός του δέρματος, κνησμός
✦ (μτφ. ) ερεθισμός για κάτι, έντονη επιθυμία: ήξερε πια πως η φαγούρα της κουβέντας είναι ακαταδάμαστη (Άγγ. Τερζάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–