φαγάνα


φαγάνα
Προφορά

Ετυμολογία
φαγάνα μεταγενέστερη ελληνική └ουσ┘ φαγόνες (= σαγόνια)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η φαγάνα

✦ πλωτό μηχάνημα για τον καθαρισμό ή τη βάθυνση θαλάσσιων ή ποτάμιων βυθών, η βυθοκόρος: έπρεπε κάθε τόσο να φέρνουν τη φαγάνα…να ξελασπίζουνε το θαλασσόπατο (Π. Πρεβελάκης)
✦ εκσκαφέας
(μτφ. ) έμψυχο ή άψυχο που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες από τροφή, καύσιμα ή οτιδήποτε άλλο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.