φαίνομαι
Προφορά
Ετυμολογία
φαίνομαι αρχαία ελληνική φαίνομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ φαίνομαι
✦ είμαι ή γίνομαι ορατός
✦ εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι
✦ εκδηλώνομαι, προμηνύομαι
✦ νομίζομαι, θεωρούμαι
✦ (απρόσ.) φαίνεται, εικάζεται
✦ (με γεν. προσ. αντων.) νομίζω: μου φαίνεται ότι
Συνώνυμα
διακρίνομαι
Αντίθετα
κρύβομαι, εξαφανίζομαι
Επιρρήματα
–