φίλη
Προφορά
Ετυμολογία
φίλη αρχαία ελληνική φίλη, └θηλ┘ του επιθέτου φίλος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φίλη
✦ γυναίκα με την οποία μας συνδέει αμοιβαία αγάπη
✦ ερωμένη, φιλενάδα: ήταν ωραία ως σύνολον η αγορασμένη φίλη (Κ. Καρυωτάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–