φάτσα
Προφορά
Ετυμολογία
φάτσα └βενετ┘ fazza
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φάτσα
✦ όψη, μορφή: βλέπεις και το δρόμο έξω, το πηγαινέλα, τον κόσμο, τις φάτσες (Πετσάλης – Διομήδης)
✦ (συνεκδ.) άνθρωπος με ύποπτες δραστηριότητες, μούτρο
✦ (για κτίσματα) πρόσοψη
✦ (ως επίρρ.) ακριβώς απέναντι: έκανα μια γυροβολιά και τους ήρθα φάτσα (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–