φάσμα


φάσμα
Προφορά

Ετυμολογία
φάσμα αρχαία ελληνική φάσμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το φάσμα

✦ φαινόμενο, όραμα
✦ φάντασμα: θ’ αντικρίσω το φάσμα του εαυτού μου (Κ. Καρυωτάκης)
(μτφ. ) το φάσμα του πολέμου, της πείνας κτλ. η απειλή, ο κίνδυνος πολέμου κτλ.
✦ (φυσ.) η σειρά των χρωμάτων στα οποία αναλύεται το ηλιακό φως περνώντας από κρυσταλλικό πρίσμα
✦ (φυσ.) το σύνολο των έγχρωμων ακτίνων που προέρχονται από την ανάλυση σύνθετου φωτός
(μτφ. ) τομέας, πεδίο όπου ασκείται μια δραστηριότητα: σ’ όλο το φάσμα της παραγωγής – ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων
(μτφ. ) το σύνολο των μορφών υπό τις οποίες εκδηλώνεται φαινόμενο, δραστηριότητα ή εκφράζεται κατάσταση: αντιδράσεις απ’ όλο το πολιτικό φάσμα – το φάσμα των σχέσεων των δύο υπερδυνάμεων
(μτφ. ) πεδίο δράσης ή αποτελεσματικότητας: αντιβιοτικά ευρέος φάσματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.