φάρμακο
Προφορά
Ετυμολογία
φάρμακο αρχαία ελληνική φάρμακον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το φάρμακο
✦ ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς ή για προφύλαξη από αρρώστια, γιατρικό
✦ γεωργικά φάρμακα, σύνολο χημικών ουσιών, βιομηχανικά παρασκευασμένων, που χρησιμοποιούνται κατά την καλλιέργεια γεωργικών προϊόντων, για να θεραπεύουν ή να προφυλάσσουν από αρρώστιες ή να επιδρούν στη φυσιολογία και ανάπτυξή τους
✦ (μτφ. ) καθετί που χρησιμεύει για τη θεραπεία κακού, για το ξεπέρασμα δύσκολων καταστάσεων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–