φάρα


φάρα
Προφορά

Ετυμολογία
φάρα αλβ. fara (= σπόρος, γένος)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η φάρα

✦ γένος, σόι: ο βασιλιάς σας και όλη η φάρα των αρχόντων σας είναι ξένοι (Κ. Βάρναλης)
✦ φρ. κακιά φάρα, άνθρωπος από κακό σόι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.