φάλαγγας


φάλαγγας
Προφορά

Ετυμολογία
φάλαγγας αρχαία ελληνική ἡ φάλαγξ (= παράταξη μάχης)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο φάλαγγας

✦ σωματική ποινή κατά την οποία σφίγγονταν τα πόδια ανάμεσα σε δύο ξύλα, παλαιότερα χρησιμοποιούμενη σε εγκληματίες ή σε άτακτους μαθητές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.