φάκελος


φάκελος
Προφορά

Ετυμολογία
φάκελος αρχαία ελληνική φάκελος (= δεμάτι)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο φάκελος

✦ χάρτινη θήκη για επιστολή ή έγγραφο
✦ το σύνολο των εγγράφων που αναφέρονται σε ορισμένο θέμα: πότε, επιτέλους, θα ανοιχτεί ο φάκελος της Κύπρου;
✦ θήκη από χαρτόνι για τη φύλαξη εγγράφων
✦ το σύνολο των στοιχείων που αναφέρονται στη δραστηριότητα ενός ατόμου και κρατά στα αρχεία της δημόσια υπηρεσία: έχει φάκελο στην αστυνομία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.