υψομετρικός


υψομετρικός
Προφορά

Ετυμολογία
υψομετρικός υψόμετρον

Ερμηνεία
επίθετο┘ υψομετρικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με το υψόμετρο, ή την υψομετρία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
υψομετρικά (Κ υψομετρικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.