υψίπεδο


υψίπεδο
Προφορά

Ετυμολογία
υψίπεδο αρχαία ελληνική ὑψίπεδον, └ουδ┘ του επιθέτου ὑψίπεδος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το υψίπεδο

✦ εκτεταμένη πεδιάδα σε αρκετό ύψος πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.