υφιστάμενη


υφιστάμενη
Προφορά

Ετυμολογία
υφιστάμενη μτχ. ενεστ. του ρήματος υφίσταμαι

Ερμηνεία
υφιστάμενη

✦ μτχ. ως ουσ. θηλ. υφιστάμενη κ. υφισταμένη ο ιεραρχικά κατώτερος, ο υπό τις διαταγές άλλου

Συνώνυμα

Αντίθετα
προϊστάμενος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.