υφαλοκρηπίδα
Προφορά
Ετυμολογία
υφαλοκρηπίδα ύφαλος + κρηπίς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η υφαλοκρηπίδα
✦ το τμήμα του θαλάσσιου βυθού που πλαισιώνει τις ακτές των ηπείρων (ηπειρωτική) και των νησιών (νησιωτική) μέχρι βάθους 200 μ.
✦ ο βυθός και το υπέδαφος υποθαλάσσιων περιοχών πέρα από την αιγιαλίτιδα ζώνη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–