υφίσταμαι
Προφορά
Ετυμολογία
υφίσταμαι αρχαία ελληνική ὑφίσταμαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ υφίσταμαι
✦ υποβάλλομαι σε κάτι, δέχομαι κάποια ενέργεια: υφίσταται τις συνέπειες των ενεργειών του
✦ υπάρχω, έχω υπόσταση: δε υφίσταται τέτοιο θέμα
✦ (συνεκδ.) ισχύω: δεν υφίστανται πλέον οι διατάξεις αυτές
✦ φρ. υφίσταμαι τα πάνδεινα, υποφέρω πάρα πολύ – υφίσταται τα επίχειρα της κακίας του, τιμωρείται για την κακία του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–