υφέρπω


υφέρπω
Προφορά

Ετυμολογία
υφέρπω αρχαία ελληνική ὑφέρπω

Ερμηνεία
ρήμα υφέρπω

✦ σύρομαι κάτω από κάτι
(μτφ. ) διαδίδομαι, απλώνομαι σιγά σιγά και κρυφά: υφέρπουν φήμες για παραίτηση του υπουργού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.