υστεροφημία
Προφορά
Ετυμολογία
υστεροφημία μεταγενέστερη ελληνική ὑστεροφημία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η υστεροφημία
✦ η μετά το θάνατο καλή φήμη: ο νους του πήγε στην υστεροφημία, στην αδέκαστη κρίση του χρόνου, στη δικαίωση της Ιστορίας (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–