υστερινός
Προφορά
Ετυμολογία
υστερινός ύστερα
Ερμηνεία
└επίθετο┘ υστερινός -ή, -ό
✦ που έρχεται ή γίνεται μετά, που επακολουθεί
✦ τελευταίος, έσχατος: ελπίδα μόνη κι υστερνή (Γ. Βλαχογιάννης)
✦ πληθ. ουδ. τα υστερνά ως ουσ., τα γεράματα: (ευχή) καλά υστερνά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
προτερινός
Επιρρήματα
–