υστερικός


υστερικός
Προφορά

Ετυμολογία
υστερικός αρχαία ελληνική ὑστερικός

Ερμηνεία
υστερικός

✦ -ή κ. -ιά, -ό επίθ. (Κ -ή, -όν) ο αναφερόμενος στην υστερία
✦ που πάσχει από υστερία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
υστερικά (Κ υστερικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.