υστεραλγία


υστεραλγία
Προφορά

Ετυμολογία
υστεραλγία αρχαία ελληνική ὑστέρα (= μήτρα) + ἄλγος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η υστεραλγία

✦ νευραλγία της μήτρας
✦ πόνος της μήτρας μετά την έξοδο του εμβρύου, υστερόπονος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.