υστερία
Προφορά
Ετυμολογία
υστερία └γαλλ┘ hystérie
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η υστερία
✦ νεύρωση που εκδηλώνεται με διάφορα μόνιμα χαρακτηριστικά ή με περιοδικές διαταραχές της κίνησης, της σκέψης ή ευαισθησίας, χωρίς οργανικές αλλοιώσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–