υστέρηση
Προφορά
Ετυμολογία
υστέρηση μεταγενέστερη ελληνική ὑστέρησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η υστέρηση
✦ η θέση, η κατάσταση του υστερούντος, καθυστέρηση
✦ (φυσ.) καθυστέρηση ανάμεσα στην εμφάνιση ενός φαινομένου και την αιτία που το προκαλεί: μαγνητική – ηλεκτρική υστέρηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–