υπόσχεση


υπόσχεση
Προφορά

Ετυμολογία
υπόσχεση αρχαία ελληνική ὑπόσχεσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η υπόσχεση

✦ παροχή διαβεβαιώσεως, τάξιμο
✦ γραπτή ή προφορική δήλωση κάποιου ότι θα κάνει ή δεν θα κάνει κάτι: υποσχέσεις των πολιτικών για αύξηση των συντάξεων
✦ δέσμευση, διαβεβαίωση: σου έδωσα την υπόσχεσή μου ότι θα έρθω
✦ αυτό το οποίο υπόσχεται κάποιος: δεν τήρησες την υπόσχεσή σου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.