υπόνομος


υπόνομος
Προφορά

Ετυμολογία
υπόνομος αρχαία ελληνική ὑπόνομος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο υπόνομος

✦ υπόγεια στοά ή οχετός
✦ υπόγειο κοίλωμα με εκρηκτική ύλη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.