υπόλοιπος
Προφορά
Ετυμολογία
υπόλοιπος αρχαία ελληνική ὑπόλοιπος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ υπόλοιπος -η, -ο
✦ αυτός που υπολείπεται, που απομένει από ένα σύνολο, λοιπός: ο υπόλοιπος κόσμος, δηλαδή τα δύο τρίτα της ανθρωπότητας (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–