υπόλοιπο
Προφορά
Ετυμολογία
υπόλοιπο └ουδ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. ὑπόλοιπος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το υπόλοιπο
✦ ό,τι υπολείπεται ή ό,τι καθυστερείται
✦ το χρεωστικό ή πιστωτικό ποσό που απομένει σε κλείσιμο λογαριασμού
✦ το εξαγόμενο της αφαιρέσεως, η διαφορά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–