υπόκρουση
Προφορά
Ετυμολογία
υπόκρουση μεταγενέστερη ελληνική ὑπόκρουσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η υπόκρουση
✦ το να συνοδεύεται τραγούδι, απαγγελία, μέρη θεατρικού ή κινηματογραφικού έργου από μουσικό όργανο, από μουσική
Συνώνυμα
ακομπανιαμέντο
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–