υπόκειμαι
Προφορά
Ετυμολογία
υπόκειμαι αρχαία ελληνική ὑπό-κειμαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ υπόκειμαι
✦ βρίσκομαι από κάτω
✦ είμαι στη δικαιοδοσία κάποιου, εξαρτώμαι
✦ είμαι επιδεκτικός σε κάτι: υπόκειται σε αλλοιώσεις – σε φθορά
✦ χρησιμεύω ως υπόθεση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
υπέρκειμαι
Επιρρήματα
–