υπόθετο


υπόθετο
Προφορά

Ετυμολογία
υπόθετο └ουδ┘ του μεταγενέστερη ελληνική επιθ. ὑπόθετος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το υπόθετο

✦ φαρμακευτικό παρασκεύασμα σε στερεά μορφή που εισάγεται στον πρωκτό ή στον γυναικείο κόλπο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.