υπόθεση


υπόθεση
Προφορά

Ετυμολογία
υπόθεση αρχαία ελληνική ὑπόθεσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η υπόθεση

✦ ό,τι υποθέτει κανείς, ό,τι θεωρεί ως δεδομένο ή πραγματικό, εικασία
✦ (γραμμ.) δευτερεύουσα υποθετική πρόταση που αποτελεί το ένα μέλος υποθετικού λόγου
✦ πιθανή αρχή που λαμβάνεται ως βάση για την ερμηνεία φαινομένων: η θεωρία του στηρίζεται σε εσφαλμένες υποθέσεις
✦ υπόθεση εργασίας, πρόταση που αναφέρεται σε κατάσταση, γεγονός κτλ. που είναι πιθανόν να συμβεί, και εξέταση των πρακτικών ζητημάτων που ανακύπτουν και των συνεπειών
✦ το θέμα, το αντικείμενο συζητήσεως, ασχολίας, φροντίδας κτλ.
✦ ζήτημα σοβαρό που προκαλεί το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης: η υπόθεση των αρχείων που δημοσιεύτηκαν, προκάλεσε πολλές συζητήσεις
✦ γεγονός ή σειρά γεγονότων που συνδέονται μ’ ένα πρόσωπο, πράγμα ή τόπο: η υπόθεση Κοσκωτά – η υπόθεση της Κύπρου
✦ το θέμα, το περιεχόμενο λογοτεχνικού, θεατρικού, κινηματογραφικού έργου
✦ (νομ.) αντικείμενο δίκης: υπόθεση διαζυγίου
✦ φρ. κέρδισα την υπόθεση, εξεδόθη ευνοϊκή για μένα δικαστική υπόθεση
✦ γεγονός που απασχολεί την αστυνομία: η υπόθεση της τελευταίας δολοφονίας απασχολεί την αστυνομία
✦ φρ. επί τη υποθέσει, αν δεχθούμε ως ενδεχόμενο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.