υποψιασμένος
Προφορά
Ετυμολογία
υποψιασμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος υποψιάζομαι
Ερμηνεία
υποψιασμένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. αυτός που αντιμετωπίζει κάποιον ή κάτι με ερευνητική διάθεση, που δεν δέχεται αβασάνιστα κάτι: υποψιασμένος αναγνώστης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–