υποψία


υποψία
Προφορά

Ετυμολογία
υποψία αρχαία ελληνική ὑποψία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η υποψία

✦ αμφιβολία που τη συνοδεύει φόβος για κάτι κακό: μαύρες υποψίες έχω εντός μου (Γ. Σκαρίμπας) – ώρες δίχως την υποψία του κινδύνου (Διδώ Σωτηρίου)
(μτφ. ) ελάχιστη ποσότητα: μια υποψία ζάχαρης θέλω στον καφέ μου

Συνώνυμα
υπόνοια
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.