υποχρεούμαι


υποχρεούμαι
Προφορά

Ετυμολογία
υποχρεούμαι μέσ. του λόγ. ρ. υποχρεώ• βλ. υποχρεώνω

Ερμηνεία
υποχρεούμαι

✦ -ούσαι, -ούται ρ. έχω υποχρέωση, καθήκον: ο υπουργός υποχρεούται να αποκαλύψει τους ενόχους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.