υποφέρω


υποφέρω
Προφορά

Ετυμολογία
υποφέρω αρχαία ελληνική ὑπο-φέρω

Ερμηνεία
ρήμα υποφέρω

✦ ανέχομαι: δεν υποφέρω τους τρόπους του
✦ υφίσταμαι κάτι κακό, δοκιμάζω, παθαίνω: υπέφερε πολλά στον πόλεμο
✦ (αμτβ.) πάσχω σωματικά ή ψυχικά, βασανίζομαι: υποφέρει στην ξενιτιά
✦ (ειδ.) νοσώ: υποφέρει από την καρδιά του
✦ φρ. δεν υποφέρεται, δεν είναι ανεκτό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.