υποτάσσω


υποτάσσω
Προφορά

Ετυμολογία
υποτάσσω αρχαία ελληνική ὑπο-τάσσω

Ερμηνεία
ρήμα υποτάσσω

✦ υποβάλλω υπό την εξουσία μου, υποδουλώνω ιδ. με τη χρήση βίας και όπλων: υπέταξε τους λαούς της Ανατολής
✦ θέτω κάποιον ή κάτι υπό τον έλεγχο, την εξουσία ή την επιρροή άλλου: η αυτοδύναμη τεχνοκρατία… υποτάσσει τον άνθρωπο και κινδυνεύει να μαράνει την ψυχή του (Γ. Θεοτοκάς)
✦ θέτω κάτι υπό άλλο θεωρώντας ότι έχει μικρότερη σημασία ή ενδιαφέρον: υποτάσσω το ατομικό συμφέρον στο γενικό – υποτάσσω τα αισθήματα στο συμφέρον
(μτφ. ) κατανικώ, ελέγχω: υποτάσσω τα πάθη μου
(μτφ. ) αντιμετωπίζω αποτελεσματικά υλικό ή ύλη που πρόκειται να υποβάλω σε επεξεργασία ή κατεργασία: μπόρεσε να υποτάξει το υλικό της δουλειάς του
✦ (μέσ.) υποτάσσομαι, τίθεμαι εκουσίως υπό την εξουσία κάποιου, υπακούω: υποτάσσομαι στο Σύνταγμα – στο Θεό – στη μοίρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.