υποστρέφω
Προφορά
Ετυμολογία
υποστρέφω αρχαία ελληνική ὑπο-στρέφω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ υποστρέφω
✦ στρέφω προς τα πίσω
✦ (ιατρ. για νόσο) υποτροπιάζω
✦ (ναυτ.) αλλάζω την πορεία ιστιοφόρου στρέφοντας την πρύμνη προς τον άνεμο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–