υποστηρίζω
Προφορά
Ετυμολογία
υποστηρίζω μεταγενέστερη ελληνική ὑποστηρίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ υποστηρίζω
✦ στηρίζω από κάτω, υποβαστάζω
✦ (μτφ. ) βοηθώ, ενισχύω
✦ είμαι οπαδός προσώπου, κόμματος, θεωρίας: υποστηρίζει τη δεξιά
✦ ισχυρίζομαι επίμονα
Συνώνυμα
υποστυλώνω ,συντρέχω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–