υπονοούμενο
Προφορά
Ετυμολογία
υπονοούμενο └ουδ┘ μτχ. ενεστ. του ρήματος υπονοούμαι
Ερμηνεία
υπονοούμενο
✦ μτχ. ως ουσ. λόγος που δηλώνει κάτι με έμμεσο και συγκεκαλυμμένο τρόπο, υπαινιγμός: υπάρχουν στίχοι που είναι γεμάτοι με τόσες αναφορές και υπονοούμενα, ώστε να γίνονται, χωρίς κάποια γνώση, ακατάληπτοι ή παραπλανητικοί (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–