υπονομεύω
Προφορά
Ετυμολογία
υπονομεύω μεταγενέστερη ελληνική ὑπονομεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ υπονομεύω
✦ σκάβω υπόνομο και τοποθετώ εκρηκτικές ύλες, για να προκαλέσω ανατίναξη
✦ (μτφ. ) ενεργώ κρυφά ή δόλια για να βλάψω κάποιον ή κάτι
Συνώνυμα
επιβουλεύομαι, υποσκάπτω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–