υπονομεύτρια


υπονομεύτρια
Προφορά

Ετυμολογία
υπονομεύτρια υπονομεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο υπονομεύτρια

✦ θηλ. υπονομεύτρια (μτφ. ) πρόσωπο που επιδιώκει, με δόλιο τρόπο, να βλάψει κάποιον ή κάτι: υπονομευτής της δημοκρατικής ομαλότητας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.