υπολογίστρια


υπολογίστρια
Προφορά

Ετυμολογία
υπολογίστρια υπολογίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο υπολογίστρια

✦ θηλ. υπολογίστρια άνθρωπος που πολύ λογαριάζει το συμφέρον του, συμφεροντολόγος
✦ ηλεκτρονικός υπολογιστής (H. Y.) μηχανή που λειτουργεί με συγκεκριμένο πρόγραμμα, εκτελεί με ταχύτητα και ακρίβεια υπολογισμούς, και αποθηκεύει στοιχεία στη μνήμη τα οποία μπορούν να ανακληθούν· η αποτελεσματικότητά της εξαρτάται από τη δημιουργικότητα και γνώση του χρήστη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.