υποκύπτω


υποκύπτω
Προφορά

Ετυμολογία
υποκύπτω αρχαία ελληνική ὑπο-κύπτω

Ερμηνεία
ρήμα υποκύπτω

✦ υποτάσσομαι, υποχωρώ: υποκύπτει στις πιέσεις των ισχυρών – πάντα διστάζει κανείς να υποκύψει σε άμεσες εντυπώσεις (Γ. Σεφέρης)
✦ πεθαίνω ύστερα από πάλη με το θάνατο: φρ. υπέκυψε στο μοιραίο – υπέκυψε στα τραύματά του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.