υποκριτικός
Προφορά
Ετυμολογία
υποκριτικός αρχαία ελληνική ὑποκριτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ υποκριτικός -ή, -ό
✦ που ταιριάζει σε υποκριτή, πλαστός, προσποιητός: υποκριτική μεταμέλεια – υποκριτικό χαμόγελο
✦ που αναφέρεται στην υπόκριση: υποκριτικές ικανότητες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ειλικρινής, ανυπόκριτος
Επιρρήματα
υποκριτικά (Κ υποκριτικώς)