υποκλοπή


υποκλοπή
Προφορά

Ετυμολογία
υποκλοπή υποκλέπτω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η υποκλοπή

✦ επιδέξια κλοπή, σούφρωμα
✦ η παράνομη παρακολούθηση τηλεφωνικής συνδιαλέξεως, με την τοποθέτηση κατάλληλων μηχανισμών
✦ επίτευξη στόχου με παραπειστικό τρόπο: έγινε υποκλοπή της υπογραφής του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.