υποκλέπτω
Προφορά
Ετυμολογία
υποκλέπτω αρχαία ελληνική ὑπο-κλέπτω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ υποκλέπτω
✦ κλέβω επιδέξια, σουφρώνω
✦ παρακολουθώ παράνομα τηλεφωνική συνδιάλεξη, με την τοποθέτηση κατάλληλου μηχανισμού
✦ πετυχαίνω κάτι με αθέμιτο τρόπο
Συνώνυμα
υπεξαιρώ
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–